κυλίστρα

κυλίστρα
κυλίστρᾱ , κυλίστρα
place for horses to roll in
fem nom/voc/acc dual
κυλίστρᾱ , κυλίστρα
place for horses to roll in
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυλίστρα — η (AM κυλίστρα) [κυλίνδω] ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα νεοελλ. επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα αρχ. κονίστρα παλαίστρας …   Dictionary of Greek

  • κυλίστρα — η 1. επίπεδο μέρος γεμάτο άμμο όπου κυλιούνται τα ζώα. 2. λείο και επικλινές επίπεδο πάνω στο οποίο κάθονται και κυλιούνται τα παιδιά, τσουλίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλίστρας — κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc pl κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίστραι — κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc pl κυλίστρᾱͅ , κυλίστρα place for horses to roll in fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίστραν — κυλίστρᾱν , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίστραις — κυλίστρα place for horses to roll in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων …   Dictionary of Greek

  • αλογοκυλίστρα — η τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κυλίστρα] …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • κυλιστήριο(ν) — το (Α κυλιστήριον) [κυλίνδω] το μέρος όπου κυλιούνται τα ζώα, η κυλίστρα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”